- σχεδιαστήριο
- το, Ν1. αίθουσα όπου γίνονται τεχνικά σχέδια, εργαστήριο σχεδιαστή2. το τραπέζι τού σχεδιαστή.[ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδιάζω + επίθημα -τήριο (πρβλ. γυμνασ-τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. σχεδιαστήριον, μαρτυρείται από το 1892 στον Ιω. Κάλφογλου].
Dictionary of Greek. 2013.