σχεδιαστήριο

σχεδιαστήριο
το, Ν
1. αίθουσα όπου γίνονται τεχνικά σχέδια, εργαστήριο σχεδιαστή
2. το τραπέζι τού σχεδιαστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδιάζω + επίθημα -τήριο (πρβλ. γυμνασ-τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. σχεδιαστήριον, μαρτυρείται από το 1892 στον Ιω. Κάλφογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σχεδιαστήριο — το εργαστήρι του σχεδιαστή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”